αλλεργιογόνα

αλλεργιογόνα
Τα αντιγόνα που προκαλούν κλινικές εκδηλώσεις αλλεργίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλλεργία — (Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο με 14,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής Α. περιφέρεται γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • αλλεργιογόνος — α, ο ουσία που προκαλεί αλλεργία: Η γύρη των λουλουδιών είναι ουσία αλλεργιογόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”